Γράφει ο Κωνσταντίνος Τόλιας
Μια από τις πλέον παραμελημένες πτυχές σε ό,τι έχει να κάνει με την μελέτη των αμυντικών θεμάτων από πλευράς του ειδικού Τύπου, έχει να κάνει με την αξία και τον ρόλο των οχυρωματικών έργων στο σύγχρονο πεδίο της μάχης. Στάση εν μέρει αιτιολογημένη, καθώς στη σύγχρονη βιβλιογραφία απουσιάζουν σχετικές αναφορές, που θα καθιστούσαν ευκολότερη την μελέτη και ανάλυση.
Η αλήθεια είναι επίσης πως με την πάροδο των δεκαετιών η τέχνη της οχυρωματικής παραμελήθηκε. Οι λόγοι έχουν να κάνουν με την πρόοδο της στρατιωτικής τεχνολογίας και της ίδιας της πολεμικής διαδικασίας που, σύμφωνα με την γνώμη των περισσότερων θεωρητικών, καθιστούσαν την εμμονή στην οχύρωση του εδάφους αναχρονιστική, ίσως δε και επικίνδυνη. Η άποψη αυτή, που καλλιεργήθηκε ως αποτέλεσμα της έντονης εντύπωσης που προκάλεσε η εμπειρία του Β’ Π.Π, όπου φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις η αδυναμία των οχυρών θέσεων να εκπληρώσουν την αποστολή τους με χαρακτηριστικότερη όλων αυτήν της γραμμής Μαζινό καθώς και του “Τείχους του Ατλαντικού”, οδήγησε μεταπολεμικά στην πλήρη απαξίωση της ίδιας της έννοιας της οχύρωσης στα μυαλά των στρατιωτικών και όχι μόνο ιθυνόντων, και στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών στρατηγικής. Όσο αφορά τις τελευταίες, ήδη από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, είχε φανεί η υπεροχή της κινητικότητας και της εστιασμένης χρήσης ισχύος, που ακύρωναν σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα της οχύρωσης. Δεν είναι τυχαίο που ο κορυφαίος ίσως τακτικός διοικητής των συμμάχων στο Β’ Π.Π, ο στρατηγός Πάττον χαρακτήριζε τις οχυρώσεις “μνημεία της ανθρώπινης ηλιθιότητας”.
Η αλήθεια είναι ωστόσο κάπως διαφορετική. Εν πρώτοις η οχύρωση δεν απέτυχε σε όλες τις περιπτώσεις. Υπήρξαν και φορές που σε γενικές γραμμές ανταποκρίθηκε στην αποστολή της, τουλάχιστον σε τακτικό επίπεδο, επιτρέποντας σε μικρότερες δυνάμεις να σταθούν με αξιώσεις απέναντι σε μεγαλύτερες με μεγαλύτερη ισχύ πυρός, καθυστερώντας τους και επιβάλλοντας του μεγάλο φόρο αίματος σε ό,τι έχει να κάνει με την εκπλήρωση της αποστολής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόδοση της “Γραμμής Μεταξά” (η οποία μάλιστα είχε κατασκευαστεί με άλλες προβλέψεις σε σχέση με αυτές τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει) κατά τη διάρκεια της γερμανική εισβολής στην Ελλάδα ή και της πολύ μικρότερης σε ισχύ “Γραμμής Μάνερχάϊμ” κατά τη διάρκεια του “Χειμερινού Πολέμου” το 1939 ανάμεσα σε Φινλανδία και Σοβιετική Ένωση. Κατά δεύτεροις εκείνο που απέτυχε δεν είναι η οχύρωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο δογματικός τρόπος σκέψης της στρατιωτικής ηγεσίας, που στήριξε υπερβολικές ελπίδες στις οχυρώσεις παραβλέποντας πως οι τελευταίες δεν είναι παρά ένα μέσο εκπλήρωσης του σκοπού, δεν αποτελούν οι ίδιες αυτοσκοπό, ούτε μπορούν από μόνες τους να εγγυηθούν την νίκη. Οι οχυρώσεις είναι η «ασπίδα» του κάθε στρατιωτικού μηχανισμού, απαιτείται όμως και «δόρυ», που στην περίπτωση του Β’ Π.Π εκφραζόταν κατά βάση στις ταχυκίνητες δυνάμεις( μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες), δεν μπορεί να κατηγορείται η «ασπίδα» που δεν κατάφερε να παίξει και τον ρόλο του «δόρατος», που είτε απουσίαζε, είτε χρησιμοποιήθηκε εσφαλμένα. Ο πόλεμος αποτελεί ένα πεδίο όπου χρησιμοποιούνται πολλά μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, δεν είναι μονεταριστική τέχνη και επιστήμη όπου ένα και μόνο μέσο αρκεί για την ασφαλή διεξαγωγή του.
Στην πορεία των χρόνων που ακολούθησαν την λήξη του Β’ Π.Π, η φύση των πολέμων που αναδύθηκαν, καθώς και η βελτίωση της ακρίβειας, του βεληνεκούς και της καταστρεπτικότητας των σύγχρονων συστημάτων προσβολής περιθωριοποίησαν έτι περαιτέρω την οχύρωση, ενώ τις ελάχιστες φορές που χρησιμοποιήθηκε απέτυχε όντως να επιτελέσει τον ρόλο της(Αραβοϊσραηλινός πόλεμος Γιομ Κιπούρ του 1973-“Γραμμή Μπαρ-Λεβ”). Η παράλληλη ανάπτυξη της πυρηνικής ισχύος (τακτικά πυρηνικά όπλα) αύξησε ακόμα περισσότερο την τρωτότητα των οχυρωματικών έργων και η έμφαση από πλευράς των σύγχρονων στρατών δόθηκε -ορθά κατά βάση- στην κινητικότητα και στην αποκεντρωμένη δομή και δράση με αποκορύφωμα το ακραίο και αποτυχημένο πείραμα της Μεραρχίας “Pentomic” στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Όσο τώρα αφορά το σήμερα. Είναι γεγονός πως οι σύγχρονοι στρατοί επιφυλάσσουν μειωμένο ρόλο στην οχύρωση του εδάφους( με σημαντικές ωστόσο εξαιρέσεις). Αυτό δεν μπορεί ωστόσο να οδηγεί στο άλλο άκρο και να θεωρείται η οχύρωση ως μη έχουσα κανένα ρόλο στο σημερινό και αυριανό πεδίο της μάχης. Όσο λανθασμένη είναι η άποψη ότι η οχύρωση αποτελεί την κύρια γραμμή άμυνας επί της οποίας θα επιτευχθεί η αναχαίτιση του εχθρού, άλλο τόσο είναι εκείνη που της αποδίδει ελάχιστο έως μηδενικό ρόλο. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο πόλεμος είναι μια πολύπλοκη διαδικασία στην οποία δεν χωρούν δογματικές προσεγγίσεις και πνευματικά στεγανά.
Γενικά ανά τους αιώνες, οι οχυρώσεις κάτι προσέφεραν για να χρησιμοποιούνται από τους εκάστοτε στρατιωτικούς οργανισμούς, πριν αρχίσει η αμφισβήτηση τους από τους ανά την υφήλιο “armchair generals”. Ο κάθε στρατιωτικός μηχανισμός κάνει τις επιλογές του, ανάλογα με τις ιδιαίτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα της πίστης στην αξία των οχυρωματικών έργων αποτέλεσε ο τελευταίος πόλεμος του Λιβάνου (2006). Σε εκείνον τον πόλεμο είχαμε από την μια μια σύγχρονη στρατιωτική μηχανή, με έμφαση στους τομείς της κινητικότητας, της εστιασμένης δράσης και της ισχύος πυρός και από την άλλη μια παραστρατιωτική οργάνωση με περιορισμένους πόρους και επιλογές δράσης που της επέβαλλαν στην ουσία την χρήση οχυρώσεων σαν ένα επαρκές υποκατάστατο απέναντι στην καταθλιπτική υπεροχή του αντιπάλου. Πράγματι αν το καλοσκεφτεί κανείς η διεξαγωγή ενός πολέμου επί οχυρών θέσεων αποτέλεσε επιχειρησιακό μονόδρομο για την Χεζμπολάχ, καθώς μόνο έτσι μπορούσε να αντιμετωπισθεί η συνολικά ανώτερη ισχύ του αντιπάλου. Αν η Χεζμπολάχ έκανε το λάθος να παίξει σύμφωνα με τους κανόνες που επιθυμούσε να επιβάλλει ο αντίπαλος, αναπτύσσοντας ταχυκίνητες δυνάμεις, είναι βέβαιο ότι η ήττα της θα ήταν αναπόφευκτη, ταχεία και συντριπτική. Αντιθέτως, η εμμονή της στην οργάνωση και εκμετάλλευση του εδάφους, πέραν την επιχειρησιακής της λογικής, συνέβαλε στον ψυχολογικό κλονισμό των Ισραηλινών, που δεν κατάφεραν σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο να αντιμετωπίσουν αυτό το είδος αγώνα.
Σε όσους συνεχίζουν να αμφισβητούν την αξία των οχυρώσεων, επαναλαμβάνοντας μονότονα (βολικά) παραδείγματα από το παρελθόν απαντάμε πως προφανώς η τέχνη της οχυρωματικής εξελίχθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται δια μέσου των αιώνων, είναι λανθασμένη η ανάπτυξη άποψης για καταστάσεις που αναμένεται να απαντηθούν στο αυριανό πεδίο της μάχης έχοντας κατά νου σχήματα από το παρελθόν. Άποψη μας είναι πως ασφαλώς και η οχύρωση του εδάφους έχει θέση στο πεδίο επιχειρήσεων του αύριο με την προϋπόθεση να αυτή να λάβει σύγχρονη μορφή. Τι εννοούμε με τον τελευταίο;
Καταρχήν πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική της οχυρωματικής γραμμής, με την στενή έννοια του όρου, όπου θα επιδιωχθεί η αναχαίτιση του εχθρού. Η οχύρωση οφείλει να εγκαταλείψει τον γραμμικό της χαρακτήρα και να λάβει “σπογγοειδή” και “κυψελοειδή μορφή”, ήτοι διάταξη σε βάθος.
Αρχίζοντας από την οχύρωση που πρέπει να δομηθεί σε κάθε νησί του Αιγαίου, ας κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις:
–Το μέγεθος του νησιού παίζει τον κύριο ρόλο στην μορφή της άμυνας. Για να μην μακρυγορούμε , όσο μικρότερο είναι το μέγεθος προς προστασία νησιού, τόσο η άμυνα του θα είναι στατικότερη και άρα η επένδυση στην οχύρωση και γενικά οργάνωση του εδάφους μεγαλύτερη. Και αυτό γιατί σε μικρό χώρο, απουσιάζουν οι προϋποθέσεις διεξαγωγής άμυνας κινητικής μορφής, οπότε η λογική του «βράχου» (κατά αντιστοιχίαν με το Γιβραλτάρ) επικρατεί στην σκέψη των αμυνόμενων.
–Παρά τη γενική περί του αντιθέτου άποψη, η άμυνα επί της ακτής έχει νόημα στο σύγχρονο πεδίο της μάχης. Και μόνο η καθυστέρηση και η φθορά την οποία θα υποστή ο αντίπαλος στην προσπάθεια του καταβάλλει μια οχυρωμένη ακτή ενισχύουν την άποψη όσων προτείνουν αυτήν την μορφή άμυνας. Βέβαια στο ιδιαίτερο από κοινωνικής, οικονομικής κ.α περιβάλλον του Αιγαίου δεν είναι εύκολη η οχύρωση των ακτών σε επίπεδα “Τείχους του Ατλαντικού”, καθώς κάτι τέτοιο θα στραγγάλιζε την οικονομική ζωή των νήσων, που σε μεγάλο βαθμό ζούνε από τον τουρισμό. Παρ’ όλα αυτά μια κάποια μορφής οχύρωση, τουλάχιστον στις σημαντικότερες από αυτές.
–Ακόμα και στην ιδανική από στρατιωτικής άποψης περίπτωση όπου ήταν εφικτή η βαριά οχύρωση των ακτών, λόγω της αυξημένης ακρίβειας και καταστρεπτικότητας των εχθρικών οπλικών συστημάτων η πτώση των έργων πρώτης γραμμής πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα πρέπει οι μονάδες που αμύνονται εκεί να έχουν εξακριβώσει και εκπαιδευτεί στους τρόπους και στις οδούς απαγκιστρώσεως τους. Προς αυτού πρέπει να κατασκευαστούν από το μηχανικό ήδη από τον καιρό της ειρήνης, πέραν των υπέργειων έργων άμυνας (πολυβολείων, ολμοβολείων, θέσεων Α/Τ ΚΒ) υπόγειες οχυρώσεις και σήραγγες που θα επιτρέψουν την απαγκίστρωση των σταθμευμένων δυνάμεων επί της ακτής σε ασφαλή απόσταση προς την ενδοχώρα.
–Ως άμυνας επί της ακτής δεν λογίζεται μόνο η προβολή αντίστασης μόνο στο σημείο που εφάπτονται το υγρό και το χερσαίο στοιχείο αλλά ο όρος αυτός επεκτείνεται για να υποδηλώσει και την σε βάθος 1-3 χιλιομέτρων ακτή προς την κατεύθυνση του εσωτερικού της νήσου. Ο αμυνόμενος οφείλει να έχει εξασφαλίσει τις οδούς προς την ενδοχώρα της νήσου με πληθώρα αμυντικών έργων εκστρατείας(σημεία στήριξης, περίκλειστα σημεία άμυνας, πολυβολεία, θέσεις Α/Τ ΚΒ και ΠΑΟ, πύργους αποσυρμένων αρμάτων πακτωμένων στο έδαφος) συνδεόμενων μεταξύ τους που θα εξασφαλίζουν ολόπλευρη άμυνα, ικανότητα αντιμετώπισης αεροπορικής προσβολής και επικαθήσεως αεραγημάτων και θα συνιστούν “νησίδες” άμυνας, υποδοχής υποχωρούντων στρατευμάτων, ανασυγκροτήσεως τους και επαναπιστοποίησης της ικανότητας τους για αντεπίθεση και συνέχιση του αγώνα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ικανότητα Α/Α άμυνας καθώς η εχθρική αεροπορία, με τα μέσα αναγνώρισης και προσβολής στόχων εδάφους που διαθέτει αποτελεί την κύρια μορφή απειλής για το προτεινόμενο σύστημα οχύρωσης. Το μηχανικό θα πρέπει να συντηρήσει και να επεκτείνει το υπάρχον δίκτυο υπόγειων οχυρώσεων σε σημείο που αυτές να είναι δυνατόν να δέχονται όχι μόνο απλά τμήματα πεζικού αλλά και βαρύτερα μέσα όπως άρματα μάχης, ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ/, Α/Κ και Ρ/Κ πυροβόλα. Εννοείται πως τα παραπάνω έργα εκστρατείας πρέπει να είναι πολύ καλά παραλλαγμένα και σε λελογισμένη διασπορά μεταξύ τους και να φυλάσσονται διακριτικά επί 24ώρου βάσεως ώστε να αποφεύγεται ο εντοπισμός τους από μια ύπαιθρο που έχει κατακλυστεί από κατασκόπους του εχθρού,λαθρομετανάστες και “κοινωνικούς αγωνιστές”. Ιδιαίτερα σημαντική για το πυροβολικό είναι η κατασκευή σκεπάστρων όπου θα μπορούν τα πυροβόλα να καταφεύγουν ύστερα από αριθμό βολών προς αποφυγή των πυρών αντιπυροβολικού του αντιπάλου.
Όσον αφορά τον Έβρο τώρα, εδώ τα δεδομένα είναι διαφορετικά και επιβάλλουν άλλης μορφής προσέγγιση.
Καταρχήν πρέπει να γίνει σαφές πως η Ελληνική πλευρά, ως η μειονεκτούσα αριθμητικά, οφείλει να δώσει έμφαση στην οχύρωση και την οργάνωση του εδάφους για έναν απλό πρακτικό λόγο: διότι έτσι εξασφαλίζεται η οικονομία δυνάμεων που είναι απαραίτητη για την τήρηση δυνάμεων σε καθεστώς τακτικής-επιχειρησιακής εφεδρείας, που θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση της συνοχής του πατρίου εδάφους σε περίπτωση διάσπασης της αμυντικής γραμμής του πρόσω.
Δίχως να θέλουμε να επεκταθούμε περισσότερο θα λέγαμε πως προτείνουμε λοιπόν (κάπως ασαφώς και με έναν γενικής φύσεως προσανατολισμό) το διαχωρισμό των ελληνικών μονάδων σε “μονάδες κινητής άμυνας” και “μονάδες εδαφικής άμυνας”.
Οι πρώτες, αποτελούμενες από τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες και σχηματισμούς, ταγμένες πίσω από τις δεύτερες, θα έχουν αποστολή την διεξαγωγή πολέμου ελιγμών σε άμυνα και επίθεση, αποτελώντας καταβάσην δυνάμεις αποκαταστάσεως της συνοχής του πατρίου εδάφους και διεξαγωγής αντεπιθέσεων σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Οι δεύτερες, δρώντας επί της πρώτης γραμμής, θα έχουν σαν αποστολή την απορρόφηση της ορμής της εχθρικής επίθεσης, δίνοντας έτσι στις πρώτες την δυνατότητα , μη εμπλεκόμενες πρόωρα στον αγώνα στη φάση της εχθρικής επίθεσης, να διατηρήσουν δυνάμεις ώστε να αποτελέσουν αν όλα πάνε καλά κύρια δύναμη αντεπίθεσης κατά εχθρικών δυνάμεων και εχθρικού εδάφους.
Η οργάνωση των δεύτερων θα περιλαμβάνει τόσο πεζοπόρα τμήματα, με δυσανάλογα μεγάλη δύναμη πυρός (Α/Τ όπλα και όπλα υποστηρίξεως) δρώντας από οχυρωμένες και οργανωμένες θέσεις, όσο και ευκίνητα τμήματα από ελαφρά οχήματα με ικανότητα κίνησης επί παντοδαπούς εδάφους αναλόγως εξοπλισμένα. Το μοντέλο και το σχήμα της οχύρωσης και οργάνωσης του εδάφους δεν θα βασίζεται σε μια “γραμμικής φύσεως” οχύρωση, αλλά σε ένα μοντέλο “σπογγοειδούς” και “κυψελοειδούς” άμυνας σε βάθος, με τα οχυρωματικά έργα να αποτελούν τόσο μέσα εκπομπής πυρός (ισχύουν και εδώ όσα αναφέρθησαν για το θέατρο του Αιγαίου) όσα και-κυρίως-μέσα απόκρυψης, προστασίας ΚΑΙ ελιγμού (μέσω π.χ υπογείων σηράγγων και κεκαλυμένων θύρων εξόδου στην επιφάνεια) των αμυνομένων που θα έχει σε καθαρά τακτικό επίπεδο στόχο, τον εφελκυσμό του αντιπάλου σε ένα “Δίχτυ Καταστροφής” και την καταστροφή του με συνδυασμό συνδυασμένων και ολόπλευρων πυρών και τοπικών(με την εξαιρετικά στενή έννοια του όρου) αντεπιθέσεων. Αυτές οι μονάδες, δρώντας από κοινού με τις μονάδες και υπομονάδες εθνοφυλακής (που είναι δύναμη προβολής στατικής άμυνας), θα αποτελέσουν το έτερο μέλος της προτεινόμενης μορφής άμυνας συνδυαζόμενες με τις άλλες σε μία λογική “μίξης” δύο φαινομενικά ανταγωνιστικών ειδών άμυνας. Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι πως η δημιουργία των συνταγμάτων προκαλύψεως, όπως τιτλοφορούνται οι προς πρόταση μονάδες, δεν θα απαιτήσει τη δημιουργία νέων μονάδων. Αυτές υπάρχουν ήδη και δεν είναι άλλες από τα υφιστάμενα τάγματα προκαλύψεως. Εκείνο που τίθεται προς συζήτηση είναι το θέμα της διοικητικής τους υπαγωγής καθώς και κάποιες αλλαγές σε οργανωτικό επίπεδο μαζί με κάποιες προσθήκες σε οπλισμό και εξοπλισμό.
Τώρα όσον αφορά τη δημιουργία καθεαυτών «οχυρών», με την παλιά έννοια του όρου, είμαστε αντίθετοι καθώς, πέραν ότι είναι πανάκριβα από πλευράς κατασκευής, εξοπλισμού και λειτουργίας, προσφέρουν στον εχθρό έναν τόσο σημαντικό σημειακό στόχο, ώστε να προσελκύσουν μεγάλο όγκο πυρομαχικών ακριβείας και μη που εγγυάται μάλλον την καταστροφή του.
Συμπερασματικά η οχύρωση του εδάφους, εξακολουθεί να έχει την σημασία της και καλό θα ήταν η υποστήριξη της να μην αντιμετωπίζεται ως δογματική ακαμψία και αρτηριοσκληριωτική άποψη.