Η δημόσια υγεία δεν διατρέχει κίνδυνο από την ευλογιά των προβάτων και των αιγών, διαβεβαιώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ, Σπύρος Κρήτας – Ανήσυχοι οι κτηνοτρόφοι.
«Η ευλογιά στα ζώα δεν αποτελεί κίνδυνο για τον άνθρωπο», διαβεβαιώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καθηγητής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων Κτηνιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σπύρος Κρήτας, ξεκαθαρίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν προσβάλλεται από τη νόσο, ούτε ο ιός παραμένει στα γαλακτοκομικά προϊόντα ή το κρέας των «άρρωστων» ζώων. «Η δημόσια υγεία δεν διατρέχει κίνδυνο», υπογραμμίζει ο κ. Κρήτας και εξηγεί ότι οι υποδοχείς (“κλειδαριές”) που έχει ο άνθρωπος στα κύτταρά του, δεν ταιριάζουν με τα «κλειδιά» του ιού για να μπορέσει να μολυνθεί.
Η ευλογιά στα πρόβατα και τις αίγες είναι ένα ιογενές γενικευμένο νόσημα που χαρακτηρίζεται από πυρετό, εμφάνιση βλατίδων και φυσαλίδων στο δέρμα, καθώς και προσβολή του αναπνευστικού, με συχνό αποτέλεσμα τον θάνατο άμεσα ή εξαιτίας βακτηριακών επιπλοκών, επισημαίνει ο κ. Κρήτας, λέγοντας ότι εμφανίζει μεγάλη μεταδοτικότητα, υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα (50-100%). Η ανάρρωση γίνεται σε διάστημα 20-30 ημερών και «καταλείπει ισχυρή ανοσία», διευκρινίζει, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για έναν ιό ενδημικό σε βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή, Τουρκία, κεντρική Ασία, και σε περιοχές της Κίνας, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται με «ξεσπάσματα» στη νότια Ευρώπη. Στις χώρες όπου το νόσημα είναι ενδημικό, εφαρμόζονται εμβολιασμοί, ωστόσο η εφαρμογή τους δεν είναι επιτρεπτή στην ΕΕ.
Άλλωστε, όπως σημειώνει ο κ. Κρήτας, η εφαρμογή εμβολιασμών, θα οδηγούσε στον άμεσα επίσημο χαρακτηρισμό ενός κράτους ως «μολυσμένο», με αποτέλεσμα την πολυετή απομάκρυνση σημαντικών σχετικών ΠΟΠ αγροτικών προϊόντων με τεράστια σημασία για την εθνική μας οικονομία (π.χ. φέτα) από τις διεθνείς αγορές και την «αναπλήρωση του κενού» που δημιουργείται από άλλα φαινομενικά παρεμφερή ανταγωνιστικά προϊόντα άλλων χωρών (τυριά από Καναδά κλπ). «Καταλαβαίνετε την οικονομική ζημιά που θα προέκυπτε;», ρωτά εμφατικά ο ίδιος και σημειώνει ότι «οι κτηνιατρικές αρχές είναι προσεκτικές, υπολογίζοντας πάντα τη σχέση κόστους – οφέλους για την εθνική οικονομία».
Πώς γίνεται η μετάδοση, υπάρχει θεραπεία;
Η μετάδοση του ανθεκτικού ιού της ευλογιάς, γίνεται κυρίως με άμεση επαφή, με αερολύματα που περιέχουν τον ιό ή σκόνη από αποξηραμένες εφελκίδες, ή άλλους μολυσμένους ιστούς ή εκκρίματα, ενώ μπορεί επίσης να γίνει έμμεσα με μολυσμένα εργαλεία, οχήματα ή προϊόντα (σκουπίδια, ζωοτροφές κ.α.) ή έντομα (μηχανικοί φορείς). Eίναι νόσημα υποχρεωτικής δήλωσης από τα κράτη, λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας και των σοβαρών οικονομικών απωλειών που προκαλεί στα ζώα.
Θεραπεία (δηλ. ειδικά αντιικά φάρμακα) δεν υπάρχει και όπως λέει ο καθηγητής, «η αντιμετώπιση της νόσου είναι πολύ δύσκολη, βασίζεται στην πρόληψη και κυρίως στα σωστά μέτρα βιοασφάλειας στα κοπάδια, ώστε να ανακοπεί ο υπερπολλαπλασιασμός και να μη διαφύγει ο ιός από την αρχική του εστία».
Προς τη σωστή κατεύθυνση τα αυστηρά μέτρα
Για τα αυστηρά μέτρα που εφαρμόζονται προκειμένου να ανακοπεί η μετάδοση της ευλογιάς των προβάτων, που εμφανίστηκε τον Αύγουστο στον Έβρο και εξαπλώθηκε σε Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Μαγνησία, Κόρινθο, Μεσσηνία Φωκίδα και Λέσβο, ο καθηγητής του ΑΠΘ επισημαίνει ότι οι αρχές «κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση καθώς λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της, ο ιός της ευλογιάς μπορεί εύκολα να μεταφερθεί με τις κινήσεις του ανθρώπου».
Κατά τον ίδιο, η εμφάνιση ενός θετικού κρούσματος πολύ σωστά σημαίνει άμεση θανάτωση του κοπαδιού, «αφού αν επιτρέψουμε σε ένα ζώο που παράγει 10 εκατ. ιούς, να εξαπλωθεί στα υπόλοιπα 500 ζώα της εκτροφής, η κατάσταση θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο. Δεν μας συμφέρει να αυξήσουμε το ιϊκό φορτίο, γιατί ουσιαστικά αυξάνονται οι πιθανότητες μετάδοσης και καταστροφής κτηνοτρόφων», λέει. «Τη σπίθα τη σβήνεις στην αρχή, γιατί αλλιώς θα εξελιχθεί σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά», υπογραμμίζει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Κρήτας διατυπώνει τη θέση ότι «η πολιτεία λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση της ευλογιάς, όμως εξαρτάται και από τους εκτροφείς, που πρέπει να υπακούν και να τηρούν τα μέτρα βιοασφάλειας, γιατί αλλιώς δεν θα γίνει τίποτα».
Αναγνωρίζοντας, δε, ότι είναι «σκληρό» για έναν κτηνοτρόφο να χάσει ολόκληρο το κοπάδι του συνεπεία ενός και μόνο θετικού κρούσματος της ευλογιάς, ο καθηγητής του ΑΠΘ επισημαίνει ότι «ο λόγος που εφαρμόζεται η εξόντωση και η υγειονομική ταφή των ζώων των εκτροφών που έχουν διαγνωσθεί θετικές στον ιό και η στενή παρακολούθηση σε ζώνες τριών χιλιομέτρων (προστασίας) και 10 χιλιομέτρων (επιτήρησης) περιφερικά μιας εστίας, είναι για να ανακοπεί ο υπερπολλαπλασιασμός και η διαφυγή/διασπορά του ιού από την αρχική εστία προς άλλα αιγοπρόβατα». Για τους ίδιους λόγους απαγορεύεται και η προσκόμιση των ζώων σε σφαγεία, αφού θα μπορούσε από εκεί να μεταφερθεί μέσω -μεταξύ άλλων- οχημάτων και υποδημάτων ενός εμπόρου σε εκτροφές άλλων περιοχών της χώρας μας.
Δύσκολα στην διαχείρισή τους τα λοιμώδη νοσήματα – Στη σωστή κατεύθυνση τα μέτρα
«Παρά τα εύκολα λόγια των “τάχα ειδικών”, τα λοιμώδη νοσήματα είναι δύσκολα διαχειρίσιμα και εύκολα μπορούν να ξεφύγουν και να εξαπλωθούν στους πληθυσμούς, αν δεν ακολουθηθούν αυστηρά συγκεκριμένες οδηγίες και γίνονται … αυτοσχεδιασμοί», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Κρήτας.
Σημειώνει ότι τα περισσότερα νοσήματα που παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια είναι αποκλειστικά ζωονόσοι, που σημαίνει ότι αφορούν αποκλειστικά και μόνο τα ζώα, χωρίς να «απειλούν» τον άνθρωπο. Ευλογιά των αιγοπροβάτων, αφρικανική πανώλη των χοίρων, πανώλη των μικρών μηρυκαστικών, οζώδης δερματίτιδα των βοειδών, ο καταρροϊκός πυρετός «αφορούν αποκλειστικά και μόνο τα ζώα», υπογραμμίζει, εξηγώντας ότι όλα τα προαναφερόμενα νοσήματα χαρακτηρίζονται ως υποχρεωτικής δήλωσης, από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ).
Ο ρόλος της κλιματικής κρίσης στην αύξηση εμφάνισης νοσημάτων σε ζώα και άνθρωπο
Ορισμένα λοιμώδη νοσήματα, π.χ. ο καταρροϊκός πυρετός (ή νόσος της κυανής γλώσσας ή Bluetongue), μεταδίδονται με συγκεκριμένα έντομα, όπως σκνίπες και κάποια είδη κουνουπιών, αναφέρει ο κ. Κρήτας και εξηγεί ότι «αυτά ήταν νοσήματα της υποσαχάριας Αφρικής και τώρα με την υπερθέρμανση του πλανήτη αυτά τα έντομα άρχισαν να έρχονται προς τον Βορρά, με αποτέλεσμα να φέρουν μαζί τους και τους ιούς αυτούς. Έτσι, εμφανίζονται στην Ελλάδα, αλλά και σε ακόμη πιο βόρεια μέρ, όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία». Άλλωστε, όπως εξηγεί, τα περισσότερα μικρόβια αναπτύσσονται καλύτερα σε θερμοκρασίες 37 βαθμούς Κελσίου και αυξημένη υγρασία, «οπότε η υπερθέρμανση τα βοηθάει, ενώ αντιθέτως τα ζώα υποφέρουν σε αυτές τις συνθήκες».
Από την άλλη μεριά, όπως σημειώνει ο κ. Κρήτας, η μακρόχρονη συντήρηση των μικροβίων γίνεται σε πολύ ψυχρό περιβάλλον και γι’ αυτό διατηρούνται τα μικρόβια σε υπερκαταψύκτες και σε θερμοκρασίες -80 βαθμούς Κελσίου για πολλά χρόνια.
Στο παραπάνω πλαίσιο, μας καλεί να σκεφτούμε αυτό που λέει ο ίδιος στους φοιτητές του και «δεν αποτελεί πλέον επιστημονική φαντασία αλλά πραγματικότητα, ότι με το λιώσιμο των παγετώνων, που συνεπάγεται η υπερθέρμανση του πλανήτη, κάποια κατεψυγμένα μαμούθ ή άλλα μικρότερα ζώα βγαίνουν στην επιφάνεια μαζί με άγνωστους μικροοργανισμούς που έφεραν τότε στο σώμα τους. Τέτοια περιστατικά έχουν καταγραφεί στη Σιβηρία ή στα Ιμαλάια, σε σχετικές δημοσιεύσεις». Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι «έχουν αρχίσει να αναδύονται ξανά με τον τρόπο αυτό ξεχασμένοι ιοί που είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης για αιώνες και για τους οποίους δεν υπάρχει ανοσία».
Μάλιστα, κατά τον ίδιο, θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος υπεύθυνος όλων των προαναφερόμενων. Αυτό, «γιατί ο άνθρωπος εκριζώνει δάση στον Αμαζόνιο για να φυτέψει ζαχαροκάλαμα και ουσιαστικά ξεσπιτώνει τα εκατοντάδες χιλιάδες είδη ζώων που φέρουν πάνω τους άγνωστα ακόμα σε εμάς βακτήρια και ιούς. Ο άνθρωπος τους χαλάει το σπίτι τους και αυτά τα ζώα μεταβαίνουν κοντά σε αστικά κέντρα, όχι επειδή το θέλουν, αλλά για να βρουν τροφή», εξηγεί.
Προσθέτει ότι «όταν ο άνθρωπος θέλει να φάει παγκολίνους ή νυχτερίδες ως εκλεκτό έδεσμα, αναπόφευκτα τα μικρόβια που κουβαλάνε τα ζώα αυτά κάποια στιγμή θα τον μολύνουν. Αν προσθέσετε και τις ταχύτατες μετακινήσεις με τα αεροπλάνα στη σύγχρονη εποχή, τότε δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι από εδώ και στο εξής θα πρέπει να εύλογα αναμένουμε συχνότερες εμφανίσεις νοσημάτων στα ζώα, παραλλαγές αυτών αλλά και άλλες ζωοανθρωπονόσους δυνητικά επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία που θα μεταφέρονται γρήγορα από το ένα μέρος του πλανήτη σε ένα άλλο».
Πάντως, όπως σπεύδει να σημειώσει «στις περισσότερες περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με απλούς καθημερινούς τρόπους και απλά μέτρα βιοασφάλειας όπως -μεταξύ άλλων- το σωστό πλύσιμο με σαπούνι και απολυμάνσεις και η αποφυγή συνωστισμού».
Ανήσυχοι οι κτηνοτρόφοι – «Τι θα γίνει με τον καταρροϊκό;», ρωτούν
Την ανησυχία του ότι η ευλογιά των προβάτων και των αιγών φαίνεται ότι παίρνει διαστάσεις …πανδημίας, εκφράζει ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), Δημήτρης Μόσχος, επικεφαλής του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Καστοριάς των Δημητριακών και Κτηνοτροφικών Προϊόντων του νομού. Σε συνδυασμό με τον καταρροϊκό πυρετό, για τον οποίο «κανείς δεν μιλάει», όπως λέει χαρακτηριστικά, αλλά και την «έλλειψη λήψης ουσιαστικών μέτρων από την πολιτεία», όπως υποστηρίζει, «ξεκληρίζονται κοπάδια, θανατώνεται μεγάλος αριθμός ζώων και χάνονται περιουσίες».
Χαρακτηρίζοντας ανεπαρκή τα μέτρα που λαμβάνονται, σημειώνει ότι η αναποτελεσματικότητά τους οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην υποστελέχωση των κτηνιατρικών υπηρεσιών και στη βραδεία υλοποίηση των σχετικών εργαστηριακών τεστ. «Το 45% των οργανικών θέσεων στις κτηνιατρικές υπηρεσίες είναι κενό», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Κατά τον ίδιο, οι εστίες των θετικών κρουσμάτων ευλογιάς ξεπερνούν σήμερα τα 20.000» και πρότασή του αποτελεί «να ξεκινήσει επιτέλους η συζήτηση στην ΕΕ και να ανοίξει το εμβολιακό καθεστώς».
Για τον καταρροϊκό πυρετό των μηρυκαστικών, που εμφανίστηκε προ δυόμισι μηνών σε Ηγουμενίτσα, Ιόνια νησιά, Έδεσσα και Βέροια, διερωτάται γιατί κανείς δεν λέει τίποτα και ζητά να επιτραπεί ο εμβολιασμός των ζώων, όπως γίνεται στην Ιταλία από το 2019.
Ο καταρροϊκός πυρετός είναι ένα λοιμώδες νόσημα των μηρυκαστικών που οφείλεται σε ιό του γένους Orbivirus (οικογένεια Reoviridae) και μεταδίδεται με έντομα του γένους Culicoides, ενώ δεν προσβάλλει τον άνθρωπο.
Έλενα Αλεξιάδου ΑΠΕ-ΜΠΕ